κουτσάβλος

κουτσάβλος
κούτσαβλ||ος ο , κουτσάβλοςα η презр. хром|ой, -ая, хромоног|ий, -ая

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κουτσάβλος" в других словарях:

  • κούτσαβλος — και κούτσαυλος, ο, θηλ. κουτσάβλα και κουτσαύλα (σκωπτ.) πολύ κουτσός, ανάπηρος στα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κόψ αυλος (για την τροπή τού κοψ σε κουτό βλ. κουτσός) + αυλός «κνήμη»] …   Dictionary of Greek

  • κούτσαβλος — ο θηλ. κουτσάβλα ο πολύ κουτσός, κουτσοπόδαρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»